- ηλιοδερματίτιδα
- ηοξεία ή χρόνια πάθηση τού δέρματος από την υπερβολική έκθεση στο ηλιακό φως.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. heliodermite < helio- (πρβλ. ήλιο-*) + dermite (πρβλ. δερματίτις < δέρμα)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.